- χειμασία
- και ιων. τ. χειμασίη, ἡ, Α [χειμάζω]1. διαχείμαση2. τόπος κατάλληλος για διαχείμαση, χειμάδι3. σφοδρή κακοκαιρία4. (κατά τον Ησύχ.) «ζάλη, ταραχή».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειμασία — χειμασίᾱ , χειμασία passing the winter fem nom/voc/acc dual χειμασίᾱ , χειμασία passing the winter fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασίᾳ — χειμασίαι , χειμασία passing the winter fem nom/voc pl χειμασίᾱͅ , χειμασία passing the winter fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασίας — χειμασίᾱς , χειμασία passing the winter fem acc pl χειμασίᾱς , χειμασία passing the winter fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασίαν — χειμασίᾱν , χειμασία passing the winter fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασίαις — χειμασία passing the winter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμασίην — χειμασία passing the winter fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)